Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοσία
ψυχοδοτήρ
ψυχοειδής
ψυχοκρατητικός
ψυχόλεθρος
ψυχολέτης
ψυχολιπής
ψυχομαντεία
ψυχομαντεῖον
ψυχόμαντις
ψυχομαχέω
ψυχομαχία
ψυχοπλανής
ψυχοποιία
View word page
ψυχοκρατητικός
getting the soul

ShortDef

getting the soul

Debugging

Headword:
ψυχοκρατητικός
Headword (normalized):
ψυχοκρατητικός
Headword (normalized/stripped):
ψυχοκρατητικος
IDX:
98076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98077
Key:

Data

{'content': 'getting the soul'}