Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοσία
ψυχοδοτήρ
ψυχοειδής
ψυχοκρατητικός
ψυχόλεθρος
ψυχολέτης
ψυχολιπής
ψυχομαντεία
ψυχομαντεῖον
ψυχόμαντις
View word page
ψυχοδαϊκτής
destroying
ShortDef
destroying
Debugging
Headword:
ψυχοδαϊκτής
Headword (normalized):
ψυχοδαϊκτής
Headword (normalized/stripped):
ψυχοδαικτης
IDX:
98072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98073
Key:
Data
{'content': 'destroying'}