Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
View word page
ἀπαγρεύω
carry off, take away

ShortDef

carry off, take away

Debugging

Headword:
ἀπαγρεύω
Headword (normalized):
ἀπαγρεύω
Headword (normalized/stripped):
απαγρευω
IDX:
9806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9807
Key:

Data

{'content': 'carry off, take away'}