Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχάριον
ψυχασμός
ψυχαστής
ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοσία
ψυχοδοτήρ
ψυχοειδής
ψυχοκρατητικός
ψυχόλεθρος
View word page
ψυχίζομαι
grow cold, freeze

ShortDef

grow cold, freeze

Debugging

Headword:
ψυχίζομαι
Headword (normalized):
ψυχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ψυχιζομαι
IDX:
98067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98068
Key:

Data

{'content': 'grow cold, freeze'}