Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχαῖος
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχασμός
ψυχαστής
ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχογονία
ψυχογονικός
ψυχογόνιμος
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοσία
ψυχοδοτήρ
ψυχοειδής
View word page
ψυχήϊος
having a ψυχή, alive

ShortDef

having a ψυχή, alive

Debugging

Headword:
ψυχήϊος
Headword (normalized):
ψυχήϊος
Headword (normalized/stripped):
ψυχηιος
IDX:
98065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98066
Key:

Data

{'content': 'having a ψυχή, alive'}