Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγώγιον
ψυχαγωγός
ψυχάζω
ψυχαῖος
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχασμός
ψυχαστής
ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχογονία
ψυχογονικός
View word page
ψυχεινός
cooling, cool, fresh

ShortDef

cooling, cool, fresh

Debugging

Headword:
ψυχεινός
Headword (normalized):
ψυχεινός
Headword (normalized/stripped):
ψυχεινος
IDX:
98060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98061
Key:

Data

{'content': 'cooling, cool, fresh'}