Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχαγωγή
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγώγιον
ψυχαγωγός
ψυχάζω
ψυχαῖος
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχασμός
ψυχαστής
ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
ψυχογονία
View word page
ψυχαστής
one who cools himself in the shade

ShortDef

one who cools himself in the shade

Debugging

Headword:
ψυχαστής
Headword (normalized):
ψυχαστής
Headword (normalized/stripped):
ψυχαστης
IDX:
98059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98060
Key:

Data

{'content': 'one who cools himself in the shade'}