Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγή
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγώγιον
ψυχαγωγός
ψυχάζω
ψυχαῖος
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχασμός
ψυχαστής
ψυχεινός
ψυχεῖον
ψυχεμπορικός
ψυχέμπορος
ψυχή
ψυχήϊος
ψυχίδιον
ψυχίζομαι
ψυχικός
View word page
ψυχασμός
refreshment
ShortDef
refreshment
Debugging
Headword:
ψυχασμός
Headword (normalized):
ψυχασμός
Headword (normalized/stripped):
ψυχασμος
IDX:
98058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98059
Key:
Data
{'content': 'refreshment'}