Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
View word page
ἀπαγορευτικός
prohibitory

ShortDef

prohibitory

Debugging

Headword:
ἀπαγορευτικός
Headword (normalized):
ἀπαγορευτικός
Headword (normalized/stripped):
απαγορευτικος
IDX:
9804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9805
Key:

Data

{'content': 'prohibitory'}