Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψύκτρα
ψύλλα
ψυλλίζω
ψύλλιον
ψυλλόβρωτος
ψύλλος
ψυλλοτοξότης
ψῦξις
Ψύρα
Ψυρίη
ψύττω
ψυχά
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγή
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγώγιον
ψυχαγωγός
ψυχάζω
ψυχαῖος
ψυχαπάτης
View word page
ψύττω
spit

ShortDef

spit

Debugging

Headword:
ψύττω
Headword (normalized):
ψύττω
Headword (normalized/stripped):
ψυττω
IDX:
98046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98047
Key:

Data

{'content': 'spit'}