Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
ψύλλα
ψυλλίζω
ψύλλιον
ψυλλόβρωτος
ψύλλος
ψυλλοτοξότης
ψῦξις
Ψύρα
Ψυρίη
ψύττω
ψυχά
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγή
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγώγιον
ψυχαγωγός
View word page
ψῦξις
a cooling, chilling

ShortDef

a cooling, chilling

Debugging

Headword:
ψῦξις
Headword (normalized):
ψῦξις
Headword (normalized/stripped):
ψυξις
IDX:
98043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98044
Key:

Data

{'content': 'a cooling, chilling'}