Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαγινέω
ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
View word page
ἀπαγορευτέος
one must give up

ShortDef

one must give up

Debugging

Headword:
ἀπαγορευτέος
Headword (normalized):
ἀπαγορευτέος
Headword (normalized/stripped):
απαγορευτεος
IDX:
9803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9804
Key:

Data

{'content': 'one must give up'}