Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυδρακόω
ψυδρός
ψύθος
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
ψύλλα
ψυλλίζω
ψύλλιον
ψυλλόβρωτος
ψύλλος
ψυλλοτοξότης
ψῦξις
Ψύρα
Ψυρίη
ψύττω
ψυχά
View word page
ψύλλα
a flea
ShortDef
a flea
Debugging
Headword:
ψύλλα
Headword (normalized):
ψύλλα
Headword (normalized/stripped):
ψυλλα
IDX:
98037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98038
Key:
Data
{'content': 'a flea'}