Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψυδρός
ψύθος
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
ψύλλα
ψυλλίζω
ψύλλιον
ψυλλόβρωτος
ψύλλος
ψυλλοτοξότης
ψῦξις
View word page
ψυκτήριος
cooling
ShortDef
cooling
Debugging
Headword:
ψυκτήριος
Headword (normalized):
ψυκτήριος
Headword (normalized/stripped):
ψυκτηριος
IDX:
98033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98034
Key:
Data
{'content': 'cooling'}