Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψυδρός
ψύθος
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
ψύλλα
ψυλλίζω
ψύλλιον
ψυλλόβρωτος
View word page
ψυκτέον
one must cool
ShortDef
one must cool
Debugging
Headword:
ψυκτέον
Headword (normalized):
ψυκτέον
Headword (normalized/stripped):
ψυκτεον
IDX:
98030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98031
Key:
Data
{'content': 'one must cool'}