Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψυδρός
ψύθος
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
ψυκτικός
ψύκτρα
View word page
ψυδράκιον
pimple

ShortDef

pimple

Debugging

Headword:
ψυδράκιον
Headword (normalized):
ψυδράκιον
Headword (normalized/stripped):
ψυδρακιον
IDX:
98026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98027
Key:

Data

{'content': 'pimple'}