Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψυδρός
ψύθος
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτήριον
ψυκτήριος
ψυκτηρίσκος
View word page
ψύγω
dry

ShortDef

dry

Debugging

Headword:
ψύγω
Headword (normalized):
ψύγω
Headword (normalized/stripped):
ψυγω
IDX:
98024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98025
Key:

Data

{'content': 'dry'}