Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
ψυδράκιον
ψυδρακόω
ψυδρός
ψύθος
ψυκτέον
ψυκτήρ
ψυκτήριον
View word page
ψυγμοκατάρρους
chill, catarrh

ShortDef

chill, catarrh

Debugging

Headword:
ψυγμοκατάρρους
Headword (normalized):
ψυγμοκατάρρους
Headword (normalized/stripped):
ψυγμοκαταρρους
IDX:
98022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98023
Key:

Data

{'content': 'chill, catarrh'}