Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
ψυδράκιον
View word page
ψοφώδης
noisy
ShortDef
noisy
Debugging
Headword:
ψοφώδης
Headword (normalized):
ψοφώδης
Headword (normalized/stripped):
ψοφωδης
IDX:
98016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98017
Key:
Data
{'content': 'noisy'}