Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
ψυδνός
View word page
ψόφος
any inarticulate sound, a sound, noise
ShortDef
any inarticulate sound, a sound, noise
Debugging
Headword:
ψόφος
Headword (normalized):
ψόφος
Headword (normalized/stripped):
ψοφος
IDX:
98015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98016
Key:
Data
{'content': 'any inarticulate sound, a sound, noise'}