Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
ψῦγμα
ψυγμοκατάρρους
ψυγμός
ψύγω
View word page
ψοφομήδης
meditating noise, uproarious

ShortDef

meditating noise, uproarious

Debugging

Headword:
ψοφομήδης
Headword (normalized):
ψοφομήδης
Headword (normalized/stripped):
ψοφομηδης
IDX:
98014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98015
Key:

Data

{'content': 'meditating noise, uproarious'}