Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
ψυγεύς
View word page
ψοφητικός
able to make a noise

ShortDef

able to make a noise

Debugging

Headword:
ψοφητικός
Headword (normalized):
ψοφητικός
Headword (normalized/stripped):
ψοφητικος
IDX:
98010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98011
Key:

Data

{'content': 'able to make a noise'}