Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψογιστής
ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
ψυγεῖον
View word page
ψόφησις
making a noise, sounding

ShortDef

making a noise, sounding

Debugging

Headword:
ψόφησις
Headword (normalized):
ψόφησις
Headword (normalized/stripped):
ψοφησις
IDX:
98009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98010
Key:

Data

{'content': 'making a noise, sounding'}