Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαγελάζω
ἀπάγελος
ἀπαγής
ἀπαγινέω
ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
View word page
ἀπαγόρευμα
prohibition, interdict

ShortDef

prohibition, interdict

Debugging

Headword:
ἀπαγόρευμα
Headword (normalized):
ἀπαγόρευμα
Headword (normalized/stripped):
απαγορευμα
IDX:
9800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9801
Key:

Data

{'content': 'prohibition, interdict'}