Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψόγιος
ψογιστής
ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυαδικός
ψυαλγικοί
View word page
ψόφημα
noise

ShortDef

noise

Debugging

Headword:
ψόφημα
Headword (normalized):
ψόφημα
Headword (normalized/stripped):
ψοφημα
IDX:
98008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98009
Key:

Data

{'content': 'noise'}