Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψόα
ψόγειος
ψογερός
ψόγιος
ψογιστής
ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
ψόφησις
ψοφητικός
ψοφοδέεια
ψοφοδεής
ψοφοειδής
ψοφομήδης
ψόφος
View word page
ψόλος
soot, smoke

ShortDef

soot, smoke

Debugging

Headword:
ψόλος
Headword (normalized):
ψόλος
Headword (normalized/stripped):
ψολος
IDX:
98005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98006
Key:

Data

{'content': 'soot, smoke'}