Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπαγε
ἀπαγελάζω
ἀπάγελος
ἀπαγής
ἀπαγινέω
ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
View word page
ἀπαγοράζω
redimo
ShortDef
redimo
Debugging
Headword:
ἀπαγοράζω
Headword (normalized):
ἀπαγοράζω
Headword (normalized/stripped):
απαγοραζω
IDX:
9799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9800
Key:
Data
{'content': 'redimo'}