Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδαίτρευτος
ἄδαιτρος
ἄδακρυς
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδαμαντοπέδιλος
Ἀδάμας
ἀδάμας
ἀδαμαστί
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάνειστος
ἀδάπανος
ἀδάρκη
ἄδαρτος
ἄδασμος
ἄδαστος
ἀδαχέω
ἄδδιξ
View word page
ἀδαμαστί
unconquerably
ShortDef
unconquerably
Debugging
Headword:
ἀδαμαστί
Headword (normalized):
ἀδαμαστί
Headword (normalized/stripped):
αδαμαστι
IDX:
979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-980
Key:
Data
{'content': 'unconquerably'}