Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
View word page
ἀβοήθητος
helpless
ShortDef
helpless
Debugging
Headword:
ἀβοήθητος
Headword (normalized):
ἀβοήθητος
Headword (normalized/stripped):
αβοηθητος
IDX:
97
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98
Key:
Data
{'content': 'helpless'}