Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
ψόα
ψόγειος
ψογερός
ψόγιος
ψογιστής
ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
ψόφημα
View word page
ψόγιος
fond of blaming, censorious
ShortDef
fond of blaming, censorious
Debugging
Headword:
ψόγιος
Headword (normalized):
ψόγιος
Headword (normalized/stripped):
ψογιος
IDX:
97998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97999
Key:
Data
{'content': 'fond of blaming, censorious'}