Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
ψόα
ψόγειος
ψογερός
ψόγιος
ψογιστής
ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψόφαξ
ψοφέω
View word page
ψογερός
fond of blaming, censorious
ShortDef
fond of blaming, censorious
Debugging
Headword:
ψογερός
Headword (normalized):
ψογερός
Headword (normalized/stripped):
ψογερος
IDX:
97997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97998
Key:
Data
{'content': 'fond of blaming, censorious'}