Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
ψόα
ψόγειος
ψογερός
ψόγιος
ψογιστής
ψόγος
ψοιθός
ψοΐτης
ψολόεις
View word page
ψιχολογέω
pick up crumbs
ShortDef
pick up crumbs
Debugging
Headword:
ψιχολογέω
Headword (normalized):
ψιχολογέω
Headword (normalized/stripped):
ψιχολογεω
IDX:
97993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97994
Key:
Data
{'content': 'pick up crumbs'}