Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
ψόα
ψόγειος
ψογερός
ψόγιος
ψογιστής
View word page
ψιττακός
a parrot
ShortDef
a parrot
Debugging
Headword:
ψιττακός
Headword (normalized):
ψιττακός
Headword (normalized/stripped):
ψιττακος
IDX:
97989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97990
Key:
Data
{'content': 'a parrot'}