Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαγγελτικός
ἄπαγε
ἀπαγελάζω
ἀπάγελος
ἀπαγής
ἀπαγινέω
ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
View word page
ἀπάγνυμαι
to be fractured at a joint
ShortDef
to be fractured at a joint
Debugging
Headword:
ἀπάγνυμαι
Headword (normalized):
ἀπάγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
απαγνυμαι
IDX:
9798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9799
Key:
Data
{'content': 'to be fractured at a joint'}