Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
ψόα
ψόγειος
ψογερός
ψόγιος
View word page
ψιττάζω
call
ShortDef
call
Debugging
Headword:
ψιττάζω
Headword (normalized):
ψιττάζω
Headword (normalized/stripped):
ψιτταζω
IDX:
97988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97989
Key:
Data
{'content': 'call'}