Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
ψόα
ψόγειος
ψογερός
View word page
ψίξ
a crumb, morsel

ShortDef

a crumb, morsel

Debugging

Headword:
ψίξ
Headword (normalized):
ψίξ
Headword (normalized/stripped):
ψιξ
IDX:
97987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97988
Key:

Data

{'content': 'a crumb, morsel'}