Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψιχιώδης
ψιχολογέω
ψό
View word page
ψιμυθιστής
one who paints with white lead
ShortDef
one who paints with white lead
Debugging
Headword:
ψιμυθιστής
Headword (normalized):
ψιμυθιστής
Headword (normalized/stripped):
ψιμυθιστης
IDX:
97984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97985
Key:
Data
{'content': 'one who paints with white lead'}