Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
View word page
ψιμύθιον
white lead
ShortDef
white lead
Debugging
Headword:
ψιμύθιον
Headword (normalized):
ψιμύθιον
Headword (normalized/stripped):
ψιμυθιον
IDX:
97981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97982
Key:
Data
{'content': 'white lead'}