Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
ψιχάρπαξ
View word page
ψιμυθίζω
paint with white lead

ShortDef

paint with white lead

Debugging

Headword:
ψιμυθίζω
Headword (normalized):
ψιμυθίζω
Headword (normalized/stripped):
ψιμυθιζω
IDX:
97980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97981
Key:

Data

{'content': 'paint with white lead'}