Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
ψιττακός
View word page
ψιλωτόν
quinquefolia

ShortDef

quinquefolia

Debugging

Headword:
ψιλωτόν
Headword (normalized):
ψιλωτόν
Headword (normalized/stripped):
ψιλωτον
IDX:
97979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97980
Key:

Data

{'content': 'quinquefolia'}