Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
ψιττάζω
View word page
ψιλωτικός
stripping, making hairless

ShortDef

stripping, making hairless

Debugging

Headword:
ψιλωτικός
Headword (normalized):
ψιλωτικός
Headword (normalized/stripped):
ψιλωτικος
IDX:
97978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97979
Key:

Data

{'content': 'stripping, making hairless'}