Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
ψίξ
View word page
ψιλωτής
one who writes
ShortDef
one who writes
Debugging
Headword:
ψιλωτής
Headword (normalized):
ψιλωτής
Headword (normalized/stripped):
ψιλωτης
IDX:
97977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97978
Key:
Data
{'content': 'one who writes'}