Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
ψιμυθοειδής
ψίνω
View word page
ψιλωτέον
one must write

ShortDef

one must write

Debugging

Headword:
ψιλωτέον
Headword (normalized):
ψιλωτέον
Headword (normalized/stripped):
ψιλωτεον
IDX:
97976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97977
Key:

Data

{'content': 'one must write'}