Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
ψιμυθιστής
View word page
ψίλωμα
bone laid bare of flesh

ShortDef

bone laid bare of flesh

Debugging

Headword:
ψίλωμα
Headword (normalized):
ψίλωμα
Headword (normalized/stripped):
ψιλωμα
IDX:
97974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97975
Key:

Data

{'content': 'bone laid bare of flesh'}