Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
ψιμυθιόω
View word page
ψίλωθρον
depilatory
ShortDef
depilatory
Debugging
Headword:
ψίλωθρον
Headword (normalized):
ψίλωθρον
Headword (normalized/stripped):
ψιλωθρον
IDX:
97973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97974
Key:
Data
{'content': 'depilatory'}