Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
ψιμυθιοφανής
View word page
ψιλόω
to strip bare

ShortDef

to strip bare

Debugging

Headword:
ψιλόω
Headword (normalized):
ψιλόω
Headword (normalized/stripped):
ψιλοω
IDX:
97972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97973
Key:

Data

{'content': 'to strip bare'}