Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
ψιμύθιον
View word page
ψιλόφυτος
bare of plants
ShortDef
bare of plants
Debugging
Headword:
ψιλόφυτος
Headword (normalized):
ψιλόφυτος
Headword (normalized/stripped):
ψιλοφυτος
IDX:
97971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97972
Key:
Data
{'content': 'bare of plants'}