Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
ψιλωτόν
ψιμυθίζω
View word page
ψιλότης
nakedness
ShortDef
nakedness
Debugging
Headword:
ψιλότης
Headword (normalized):
ψιλότης
Headword (normalized/stripped):
ψιλοτης
IDX:
97970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97971
Key:
Data
{'content': 'nakedness'}