Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
ψίλωμα
ψίλωσις
ψιλωτέον
ψιλωτής
ψιλωτικός
View word page
ψιλός
bare, stripped; (soldier) without heavy armor, light troops
ShortDef
bare, stripped; (soldier) without heavy armor, light troops
Debugging
Headword:
ψιλός
Headword (normalized):
ψιλός
Headword (normalized/stripped):
ψιλος
IDX:
97968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97969
Key:
Data
{'content': 'bare, stripped; (soldier) without heavy armor, light troops'}