Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
ψιλόω
ψίλωθρον
View word page
ψιλόκουρος
smooth-shaved
ShortDef
smooth-shaved
Debugging
Headword:
ψιλόκουρος
Headword (normalized):
ψιλόκουρος
Headword (normalized/stripped):
ψιλοκουρος
IDX:
97963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97964
Key:
Data
{'content': 'smooth-shaved'}